τρύσιππος

τρύσιππος
τρύσιππος
a mark branded on the jaw of a horse superannuated
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τρύσιππος — ὁ, ΜΑ (κατά τον Θεόγνωστ.) γέρικο άλογο. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από τη λ. τρυσίππιον] …   Dictionary of Greek

  • τρύσιππον — τρύσιππος a mark branded on the jaw of a horse superannuated masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίππος — I Μονάδα μέτρησης της ισχύος που συμβολίζεται με CV (γαλλικά, Cheval Vapeur) ή HP (αγγλικά, Horse Power). H μονάδα CV χρησιμοποιείται κυρίως για τη μέτρηση ισχύος μηχανών και ισούται με 75 χιλιογραμμόμετρα ανά δευτερόλεπτο ή 736 W. Ο βρετανικός ι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”